ναλέτης

ναλέτης
ο
(λ. τουρκ.), θηλ. -ισσα ουδ. -ικο ο δύστροπος, ο κακότροπος, ο ανάποδος, αλλ. τζαναμπέτης, στραβόξυλο: Παράτα τον, είναι ναλέτης αυτός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ναλέτης — ο, θηλ. ισσα, ουδ. ικο (για πρόσ.) δύστροπος, άνθρωπος με δύστροπο χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. nalet] …   Dictionary of Greek

  • ναλετιάζω — [ναλέτης] συμπεριφέρομαι δύστροπα, σαν ναλέτης …   Dictionary of Greek

  • ναλετιά — η [ναλέτης] η ιδιότητα ή η συμπεριφορά τού ναλέτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”